Σελίδες

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Εικαστικός πόλεμος στους τοίχους της πόλης

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ


Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, από τις υποβαθμισμένες περιοχές μέχρι τις «καθώς πρέπει», η τέχνη του δρόμου έχει την τιμητική της. Η ανάπτυξη του είδους έχει προκαλέσει ιδεολογικές έριδες ανάμεσα σε σκληροπυρηνικούς γκραφιτάδες και σε πιο ήπιους street artists, που δείχνουν τη δουλειά τους σε χώρους τέχνης

τέχνη του Αλέξανδρου Βασμουλάκη την ξέρουν περισσότερο από τους φιλότεχνους όσοι κυκλοφορούν στο κέντρο της πόλης. Οι φιγούρες του, συχνά γυναίκες με σαρδόνια χαμόγελα και ζευγάρια σε κρίση, δίνουν χρώμα σε πολυκατοικίες και γκρίζους τοίχους: στου Ψυρρή, στο θέατρο «Χώρα», στις εργατικές πολυκατοικίες του Ταύρου. Η μεγαλύτερη, σε διάσταση, τοιχογραφία του βρίσκεται, όμως, στο Κρόιτσμπεργκ του Βερολίνου, ενώ έργα του υπάρχουν ακόμα στην Κίνα και στη Λιουμπλιάνα. Αυτήν την εποχή δείχνει τη νέα του δουλειά στην γκαλερί a.antonopoulou. art (Αριστοφάνους 20, Ψυρρή).


Αυτή τη φορά ο street artist μάς προσκαλεί σε ένα ταξίδι που έχει αναφορές στην τέχνη της Αναγέννησης, σ' ένα «ραντεβουδάκι με την ανιψιά του Μποτιτσέλι», όπως επισημαίνει και ο τίτλος της έκθεσης. Αναμφίβολα είναι μια από τις πιο φεμινιστικές που έχουν γίνει ποτέ από άντρα. Συμφωνεί και ο ίδιος. «Οι γυναίκες μου είναι γυμνές, η στάση του σώματος τους είναι συχνά ανάλογη με εκείνη των γυναικών της Αναγέννησης, αν κι έχουν διαφορετικές εκφράσεις. Γελούν σαρδόνια, είναι λίγο ειρωνικές, θέλουν να σαρκάσουν το θεατή, να γελάσουν λίγο με εμάς, να κοροϊδέψουν τον αντρικό κόσμο και το στερεότυπο ρόλο που τους επιβάλλει».

Από τα πρώτα «βρώμικα» γκραφίτι, που άρχισε να κάνει σε ηλικία 14 ετών, και τις μεγάλες τοιχογραφίες σε δημόσιους χώρους έφτασε, κάποια στιγμή, να δείχνει τη δουλειά του στις γκαλερί. Οταν του λέμε, προβοκατόρικα, ότι έγινε «καθώς πρέπει» απαντά νηφάλια: «Αν δεν είχα βιοποριστικές ανάγκες ίσως να μην έκανα εκθέσεις σε γκαλερί. Τι θέλετε, να μείνω άστεγος για να κρατήσω μια περηφάνια; Θεωρώ τη στάση μου πιο τίμια».

Πηγή έμπνευσης για τη νέα του έκθεση υπήρξαν, το ντοκιμαντέρ του Τζον Μπέργκερ «Ways of seeing» από τη δεκαετία του '70 και οι «Βοσκοί της Συμφοράς» του Νίκου Παπατάκη. «Στο πρώτο βλέπουμε πώς η σημερινή γυναίκα "γλάστρα" και αντικείμενο, γυμνή, διαθέσιμη και παραδομένη στο αντρικό βλέμμα ξεκίνησε από την τέχνη της Αναγέννησης», λέει. «Τότε άρχισε να απελευθερώνεται το εμπόριο, να ξεκινούν οι παραγγελίες προσωπογραφιών από τους πλούσιους και οι καλλιτέχνες να ζωγραφίζουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο ώστε να ικανοποιήσουν το αντρικό βλέμμα».

Από τους «Βοσκούς» του Παπατάκη τον ενέπνευσε, λέει, «η έννοια του "εξευτελισμού" ή καλύτερα της ταπείνωσης, ένα στοιχείο που υπάρχει υπόγεια στην έκθεση και υποδηλώνεται από τα κοροϊδευτικά χαμόγελα των γυναικών».

Ο ίδιος είναι σχεδόν σίγουρος ότι ο αιώνας που διανύουμε ανήκει στις γυναίκες, αν και ο τρόπος που αντιμετωπίζονται ακόμα από μεγάλο μέρος των Μέσων Ενημέρωσης είναι συχνά χυδαίος. «Αρκεί να ανοίξεις την ελληνική τηλεόραση, με πρόχειρο παράδειγμα την Πετρούλα που έλεγε το Δελτίο Καιρού, για να δεις τον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η γυναίκα. Οι δικές μου είναι απλές, ελεύθερες και με χαμόγελα λιονταρίσια. Μου αρέσει που μας χλευάζουν. Η κοινωνία μας γενικότερα στηρίζεται στην ηλιθιότητα. Δίνει μεγάλη σημασία στους καλλιτέχνες ή στους αθλητές. Θεωρώ υπερεκτιμημένο ακόμα κι αυτό που κάνω εγώ, αν και ασχολούμαι μέρα-νύχτα και είμαι ταγμένος με αφοσίωση μοναχού. Δεν βλέπω να επιβραβεύονται με τον ίδιο τρόπο οι επιστήμονες».

Αν και μπήκε στις γκαλερί δεν υποτίμησε ποτέ την επιθυμία του να κάνει τέχνη στο δρόμο.

«Η δράση στην πόλη έχει την αίσθηση ενός εικαστικού πολέμου». «Πρέπει να πολεμήσεις με την τέχνη σου αμέτρητους εχθρούς, τις διαφημίσεις, τους άλλους καλλιτέχνες. Πρέπει να είσαι πάντα ετοιμοπόλεμος και το σχέδιο σου να είναι αιχμηρό για να μπορέσει να τραβήξει την προσοχή μέσα σε αυτή την πληθώρα εικόνων και συμβόλων».

Οσο για τους σκληροπυρηνικούς πιτσιρικάδες, που «βρωμίζουν» με ταγκς δημόσια κτίρια και κάθε γωνιά της πόλης λέει: «Οταν οι υπογραφές είναι καλοφτιαγμένες, μου αρέσουν πολύ. Μπορεί να φαίνονται καταστροφικές, αλλά μην ξεχνάτε ότι κρύβουν πολύ κόπο και δουλειά όλες αυτές οι "μουντζούρες" των δεκατετράχρονων. Δεν μπορείς να ελέγξεις τη δημιουργικότητα των εφήβων, αν αναλογιστείς επιπλέον τη βία και την αγριότητα που υπάρχει γενικότερα μέσα στην πόλη».

*Διάρκεια έκθεσης έως 24 Μαρτίου.

JPO: Δεν θέλουμε να ομορφύνει η πόλη

Πέρα από τους street artists, που αρχίζουν και χαίρουν μεγάλης εκτίμησης με τις τοιχογραφίες τους σε γκρίζους τοίχους, υπάρχουν και δεκάδες «καλλιτέχνες του δρόμου» που ακολουθούν τη λογική «χτυπάω και φεύγω».

Μια από αυτές είναι η JPO, μια «κολεκτίβα» παιδιών από 20 μέχρι 30 ετών, που άρχισαν κάποια στιγμή, σχεδόν αυθόρμητα, να ζωγραφίζουν τις λευκές διαφημιστικές πινακίδες, που υπήρχαν διάσπαρτες σε δρόμους και ταράτσες της πρωτεύουσας. Οταν απαγορεύτηκαν με νόμο οι υπαίθριες διαφημιστικές πινακίδες λόγω της ακαταλληλότητάς τους για το οπτικό πεδίο των οδηγών και τη δημόσια ασφάλεια, δεκάδες μπίλμπορντ έμειναν λευκά. Τα μέλη της ομάδας σκέφτηκαν ότι ήταν ιδανικοί, λευκοί καμβάδες για την τέχνη τους.

Εφοδιασμένοι με μακριά κοντάρια και χρώμα άρχισαν να καλύπτουν τις πινακίδες με τις αλλόκοτες, ναΐφ, σχεδόν παιδικές παραστάσεις τους. Η ομάδα κατέγραψε φωτογραφικά τα σχέδια που έκανε και τα συγκέντρωσε σ' ένα καλαίσθητο μικρό λεύκωμα με τίτλο «JPO Is the LAW» («Μεταίχμιο»).

Αποτελείται από άτσαλες παραστάσεις με όπλα, ανθρώπινες φιγούρες, ζώα, άρματα μάχης, μ' ένα χέρι που σβήνει ένα τσιγάρο πάνω από τη φράση «Fuck Future» και άλλες προκλητικές παραστάσεις. Η ομάδα αυτοπροσδιορίζεται γράφοντας, ανάμεσα σε άλλα: «JPO είναι: να χρησιμοποιείς τους λευκούς καμβάδες της πόλης γιατί έχεις βαρεθεί να σέρνεσαι από γκαλερί σε γκαλερί, ότι έχεις βαρεθεί νταβάδες και τσατσάδες, να χρησιμοποιείς ό,τι είναι φαινομενικά άχρηστο, να κοιτάς τον ουρανό κατάματα». Δύο μέλη της, ο «Ταρζάν» και ο «Καοτόνικ», μας λένε πώς η δράση τους στα μπίλμπορντ ξεκίνησε αυθόρμητα. Ο Ταρζάν θυμάται γελώντας μια φράση που του είπε ο πατέρας του όταν είδε τις «άτσαλες» παραστάσεις τους: «Μάλλον πρέπει να είσαι πολύ καλός καλλιτέχνης, τέτοια ασχήμια θέλει προσπάθεια για να την κάνεις». Οι ίδιοι αποδίδουν, πάντως, την αγριότητα της «γραφής» τους στην ειλικρίνεια. «Θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, όπως ένα πιτσιρίκι που κάνει κάτι επειδή το νιώθει, χωρίς να κάτσει να σκεφτεί αν είναι καλό ή κακό».

Και τι απαντάνε σε όσους κατηγορούν τους γκραφιτάδες ότι «βανδαλίζουν» την πόλη; «Μια πόλη που δεν θα είχε καθόλου ταγκς θα έπρεπε να τη φοβόμαστε. Σημαίνει ότι έχει τρομερή αστυνόμευση και ανθρώπους που δεν μπορούν να εκφραστούν. Οταν σε όλη την Αθήνα πίνουν πρέζες στο δρόμο, οι μπάτσοι βαράνε όποιον βρουν μπροστά τους, εγώ δεν σκέφτομαι να προστατέψω το νεοκλασικό. Δεν θέλουμε να ομορφύνει η πόλη. Γιατί να ομορφύνει; Για να ζούμε στο ψέμα ότι είναι όμορφη με το γκαζονάκι της και να μας πνίγουν τα προβλήματα;».

Το ίδιο απόλυτη και η άποψή τους για τους street artists, που δεν δουλεύουν ομαδικά. «Δημιουργούν μια μανιέρα και γίνονται βαρετοί». *

1 σχόλιο: